- ιντερέσο
- το(λ. ιταλ.), συμφέρον.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιντερέσο — το το συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. interesso < λατ. απρμφ. interesse τού ρ. intersum «ενδιαφέρομαι»] … Dictionary of Greek
νιτερέσο — το το συμφέρον, το οικονομικό ενδιαφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. interesso < λατ. interesse τού ρ. intersum «ενδιαφέρομαι» (βλ. και ιντερέσο)] … Dictionary of Greek